Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Χωριό

Ο χειμώνας μου αρέσει. Τον έχω συνδέσει αρκετά με το χωριό, στο βουνό, με χιόνι, παρέα και τζάκι.

Βγήκα για να κάνω τσιγάρο και άκουσα τα ποτάμια. Όταν ήμουν μικρός, μου έκανε μεγάλη εντύπωση που μόνο τον χειμώνα ακουγόταν τόσο δυνατά.

Τα αστέρια λάμπουν πιο δυνατά, πιο σταθερά, με μεγαλύτερη πυγμή. Το φως τους πιο σταθερό. Λες και η παγωνιά του χειμώνα το πάγωσε κι αυτό.

Η Ίρμα, λες και ξέρει τα ωράριά μου, θα έρθει στο υπόγειο να γρατσουνίσει την πόρτα για να μπει μέσα και να ζεσταθεί, την ώρα που τα «μεγάλα αφεντικά» κοιμούνται και δεν θα τη μαλώσουν.

Λίγο πιο πέρα, το βουνό είναι φωτισμένο πια. Πόσο ξένη μοιάζει αυτή η εικόνα… Έχω μείνει στο σκοτάδι που επικρατούσε παλιά, αλλά είναι τόσο φωτεινές οι αναμνήσεις που σβήνουν αυτό που βλέπουν τα μάτια.

Το χωριό, σαν τους ανθρώπους του κι αυτό, περιχαρακωμένο. Κλεισμένο μέσα σε ένα τείχος από βουνά, λευκά από το χιόνι, σα να προσπαθεί να διαφυλάξει την ομορφιά του.

Η άνοιξη δεν έρχεται όμως όταν κλείνεσαι. Πρέπει να λιώσουν τα χιόνια, πρέπει ν ανθίσουν οι οξιές και να σηκώσουν τα ρόμπολα κεφάλι, που είναι φορτωμένα από χειμώνα.

Οι καλικάτζαροι ξανά εδώ… δεν είναι σκιές, ούτε και πλάσματα φτιαχτά. «Ζούνε μέσα μας αυτά» θα πει και θα σκύψει το κεφάλι, κρύβοντας τα μάτια με υγρές κουρτίνες νοσταλγίας.

Πάει το χωριό… σαν ξένος τόπος πια. Ξένοι και οι άλλοι, ξένος κι εγώ. Και αυτά που λέω που και που – συχνά θα πουν οι άλλοι – είναι της μνήμης τα καλά. Είναι της μνήμης τα κακά.

Βαριά κουβέντα η συγγνώμη, μα δεν μου βγαίνει άλλη. Αλληγορία, ίσως, πες. Φεύγω και πάλι, μα έχω ήδη φύγει. Κι ας μείνω όσο μπορώ, κι όλη μου τη ζωή, δεν θα μαι εδώ. Σαν το πουκάμισο που στέκει στην κρεμάστρα. Σαν ένα σκιάχτρο σ αδειανό χωράφι.

Το κατάλαβες κι εσύ, το ξέρεις όμως χρόνια. Στο εαυτό σου μην το πεις. Δεν θα το αντέξεις, δεν θα σ αρέσει, δεν θα μ αρέσει.


Σφίξε μου μόνο τη γροθιά καθώς θα φεύγω. Να μη φοβάμαι τα γιατί, για να τα καταφέρω.